Μαχαγκόνυ, μια πόλη παγίδα.

 

Στη μέση μιας αμερικάνικης ερήμου, το αυτοκίνητο των καταζητούμενων Φάττυ, Μωυσή και Μπέγκμπικ χαλάει. Μην έχοντας άλλη επιλογή, οι τρεις φυγάδες αποφασίζουν να μείνουν εκεί. Έτσι, χτίζεται η πόλη Μαχαγκόνυ. Η πόλη-παγίδα. Η πόλη όπου όλοι ζουν ξοδεύοντας και απολαμβάνοντας. Όπου όλα επιτρέπονται. Όλα, εκτός από τους απλήρωτους λογαριασμούς. Γιατί στο Μαχαγκόνυ δεν υπάρχει χειρότερο έγκλημα από το να μην έχει κανείς χρήματα…

Αυτός είναι ο σκελετός πάνω στον οποίο αναπτύσσεται η πλοκή της όπερας των Μπρεχτ και Βάιλ,  που θα δούμε στο Μέγαρο Μουσικής τις επόμενες μέρες. Και πραγματικά χωρίς καθόλου προσπάθεια μπορεί κανείς να δει την ομοιότητα που παρουσιάζει η όπερα με την πραγματικότητα που ζούμε. Ειδικότερα αυτή την εποχή που μπορεί να πάει κανείς φυλακή, επειδή χρωστάει στην εφορία, την στιγμή που δεν «ανοίγει ρουθούνι» για κάποιους που κατηγορούνται για ξέπλυμα βρώμικου[1] χρήματος. Ωστόσο σε αυτό το έργο ο Μπρέχτ με αφορμή αυτό που συμβαίνει γύρω του βρίσκει την ευκαιρία και εξωτερικεύει αυτό που συμβαίνει μέσα του. Με οξυδέρκεια περιγράφει αυτό που αισθάνεται ο ίδιος και την προσπάθεια του να αποδράσει από αυτό. Κι αυτό δεν είναι βέβαια οι «χαρές[2] του άντρα» αλλά το αδιέξοδο σε όλο αυτό που λέγεται πόλη του Μαχαγκόνυ. Το αδιέξοδο που βιώνει ο ίδιος σε ένα κόσμο παγίδα. Σαν άλλος Τζιμ προσπαθεί μέσα σε αυτή την ανείπωτη φθορά των πάντων να βρει αληθινή αγάπη έστω σε μια πόρνη που του νοικιάζουνε, και προς στιγμή μοιάζει να το πετυχαίνει. Ορθώνει την γενναιότητά του ενάντια στον τυφώνα που έρχεται και ως εκ θαύματος τα καταφέρνει. Τέλος αποφασίζει να αποδράσει από αυτή την άνομη κατάσταση, αυτό όμως δεν το καταφέρνει, και προδομένος θανατώνεται από αυτούς που ελέγχουν την πόλη στην οποία παγιδεύτηκε. Ωστόσο, λίγο πριν πεθάνει μιλώντας σε όλους λέει τα εξής:

«Τώρα βλέπω καθαρά ότι όταν πάτησα το πόδι σ’ αυτή την πόλη, για να αγοράσω τη χαρά με τα λεφτά, η πτώση μου είχε κιόλας σφραγιστεί. Τώρα κάθομαι[3] εδώ κι όμως τίποτε δεν έχω απολαύσει. Ήμουν εγώ που είπα: καθένας πρέπει να κόψει, μ’ όποιο μαχαίρι βρει, ένα κομμάτι απ’ το ψαχνό. Όμως το ψαχνό ήταν σάπιο. Η χαρά που αγόραζα δεν ήταν χαρά κι η ελευθερία που τα λεφτά μου έδιναν δεν ήταν ελευθερία. Έτρωγα και δεν χόρταινα, έπινα και διψούσα. Δώστε μου ένα ποτήρι νερό παρακαλώ!»

Είναι τόσο πραγματική και αληθινή, η συγκλονιστική αυτή μαρτυρία του Μπρεχτ. Ποια όμως είναι η αιτία και ποια η λύση σε ολο αυτό; Σε όλο το έργο με τραγική ειρωνεία ο Τζιμ, ψυχανεμίζεται ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως του παρουσιάζονται. Και πραγματικά δεν είναι, επειδή η πόλη του Μαχαγκόνυ στήθηκε από την Μπέγκμπιγκ τον Μωυσή και τον Φάττυ, με σκοπό να αρπάξουν το χρυσάφι αυτών που το έβγαζαν στα χρυσορυχεία της Αλάσκας. Ωστόσο ο ήρωας του έργου πεθαίνει αβοήθητος και προδομένος ακόμα και από τον μόνο φίλο που του έχει απομείνει – τον Μπιλ.

Αν και πολλοί βλέπουν αυτόν τον θάνατο ως λύση, στην πραγματικότητα δεν είναι. Επειδή ο θάνατος είναι ένα όριο και σαν τέτοιο δηλώνει την ύπαρξη διάδοχης κατάστασης. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τον ξεπερνά κανείς μη έχοντας πληροφορίες για την κατάσταση που ακολουθεί. Ας υποθέσουμε ότι οδηγούμε σε έναν δρόμο που δεν τον έχουμε ξαναπεράσει, και ξαφνικά μπαίνουμε σε ομίχλη. Το όριο της, μας υποχρεώνει να αλλάξουμε συμπεριφορά και να προσπαθήσουμε να αντλήσουμε πληροφορίες για αυτό που ακολουθεί στον δρόμο μπροστά μας. Το να συνεχίσουμε να τρέχουμε ανέμελα θα ήταν σκέτη ανοησία. Με τον ίδιο τρόπο ο θάνατος θα μπορούσε να θεωρηθεί λύση μόνο στην περίπτωση που υπάρχει σιγουριά για αυτό που ακολουθεί. Όσο κανείς δεν είναι σίγουρος, το να τον παρακάμψει είναι ανοησία. Ποιος όμως διαθέτει αυτές τις πληροφορίες; Ο θάνατος του Τζιμ  σε καμία περίπτωση δεν είναι η λύση.

Ανιχνεύω όμως μια πινελιά λύσης, στην αρχή του έργου, που βλέπουμε να εμφανίζεται σε δεύτερο πλάνο και για λίγο, και για αυτό θεωρώ σημαντικό να την υπογραμμίσω.

Ενώ φτάνει ο Τζιμ με τους φίλους του, στο Μαχαγκόνυ, ένα πλήθος ανθρώπων με βαλίτσες φεύγουν βιαστικά – σχεδόν με πανικό –  για να προλάβουν το πλοίο που φεύγει από την πόλη. Ένας από αυτούς μάλιστα λέει:

«Μπας κι έφυγε κιόλας το πλοίο; Δόξα να χει ο Θεός είναι ακόμα εκεί!»

Αυτοί, είναι όλοι εκείνοι που καταλαβαίνουν τι συμβαίνει στο Μαχαγκόνυ και οι μόνοι που γλιτώνουν τα λεφτά και τελικά τη ζωή τους. Η λύση είναι να φύγει κανείς από το Μαχαγκόνυ. Όταν φεύγει κανείς από εκει γλιτώνει από την αιτία και το αποτέλεσμα της κακοδαιμονίας της πόλης. Η αιτία κρύβεται στο γεγονός ότι τρεις καταζητούμενοι και δραπέτες της δικαιοσύνης έφτιαξαν αυτή την πόλη παγίδα για να εξαπατήσουν τους υπόλοιπους. Μπορούμε δηλαδή τελικά να πούμε ότι αυτή η φυγή από τη Δικαιοσύνη είναι η αιτία του κακού. Και βέβαια η λύση είναι η επιστροφή σε αυτήν, και θα εξηγήσω αμέσως. Επειδή δεν μιλάω τόσο για τη δικαιοσύνη των νόμων, που βασίζεται στη γνώση του τι είναι καλό και ωφέλιμο αλλά για την Δικαιοσύνη πρόσωπο, η οποία  ορίζει και εκφράζει αυτό που είναι δίκαιο στο χώρο και στο χρόνο ζωογονώντας κάθε τι που αγγίζει. Επειδή ως φυγάδες φύγαμε και φεύγουμε από αυτήν συστήνοντας καθημερινά ένα οικοδόμημα «δικαιοσύνης» δικό μας το οποίο ακόμα και στην ποιο τέλεια μορφή του είναι ανεπαρκές να αποδώσει το αληθινό δίκαιο. Ο Μπρεχτ παρουσιάζει στο έργο μια δίκη παρωδία, με δικαστές που χρηματίζονται και όντως, είναι μια εικόνα της κοινωνίας μας. Όμως σε ένα άλλο επίπεδο απεικονίζει την αδυναμία να υπάρξει δίκαιη κρίση. Ο ίδιος ο δικαστής ο εισαγγελέας οι υπόδικοι και το ακροατήριο στο δικαστήριο της πόλης του Μαχαγκόνυ είναι όλοι εξίσου ένοχοι για διαφόρων ειδών παρανομίες.

Έτσι αντιπαραβάλλοντας με την πραγματικότητα του Μαχαγκόνυ που ζούμε, το πρόβλημα είναι ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είμαστε όλοι ένοχοι. Κι αυτό το ξέρουμε. Το εξωτερικεύουμε σε πολλές εκφάνσεις της ζωής μας, κάποιοι προσπαθούμε να το διαχειριστούμε ως συναίσθημα με τις συμβουλές του ψυχολόγου μας,  άλλοι το κρύβουμε πίσω από ποικίλες δραστηριότητες. Όμως η λύση είναι αυτό ή το να φύγουμε απ το Μαχαγκόνυ; Κι αν πρέπει να φύγουμε, πώς άραγε;

Γι αυτό είναι ανάγκη να επιστρέψουμε στην Δικαιοσύνη ως πρόσωπο. Για να γίνει όμως αυτό χρειάζεται να την γνωρίζουμε προσωπικά και εδώ είναι το πρόβλημα ότι στην πραγματικότητα γνωρίζουμε τόσο λίγα για αυτήν. Γνωρίζουμε τραγικά λίγα για αυτό το πρόσωπο ενώ νομίζουμε ότι γνωρίζουμε πολλά. Κατά τον Πιραντέλο γνωρίζουμε μόνο μια δική μας εικόνα, αντί να γνωρίζουμε αυτό που αυτό το πρόσωπο εκφράζει για τον εαυτό του. Πόσο γνωρίζουμε τελικά τον Χριστό Ιησού; Επειδή αυτός είναι η προσωποποίηση της δικαιοσύνης.  Έχουμε διαβάσει τι γράφει η Καινή Διαθήκη για Αυτόν;  Αυτόν που είναι η μοναδική διέξοδος να γλυτώσουμε ενώ ζούμε μέσα σε μια κοινωνία που όπως φαίνεται, πεθαίνει. Αυτόν που είναι η μοναδική ελπίδα. Ας φύγουμε λοιπόν, και μάλιστα ας βιαστούμε επειδή το πλοίο είναι για λίγο ακόμα στην προκυμαία.

 



[1] Χρήματα που έχουν κερδηθεί από παράνομες πράξεις.

[2] Το φαγητό  το σεξ το μποξ και το ποτό.

[3] Στην πρωτότυπη σκηνοθεσία εννοεί την ηλεκτρική καρέκλα.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: